ἐνθουσιασμοῦ

ἐνθουσιασμοῦ
ἐνθουσιασμός
inspiration
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… …   Dictionary of Greek

  • Διονύσια — Κύκλος γιορτών που τελούνταν στην Αττική κατά την αρχαιότητα προς τιμήν του θεού Διονύσου. Οι γιορτές αυτές ήταν τα Κατ’ αγρούς Δ., τα ΑνθεστήριαΛήναια και τα ΜεγάλαΚατ’ άστυ Δ. Τα Κατ’ αγρούς Δ. γιορτάζονταν σε όλους τους δήμους της Αττικής τον… …   Dictionary of Greek

  • Οδύσσεια — Επικό ποίημα του Ομήρου (βλ. λ.). Η Ο. είναι ένα επικό ποίημα χωρισμένο από τους Αλεξανδρινούς γραμματικούς σε 24 επίσης ραψωδίες, και ξεπερνά τους 12.000 εξάμετρους στίχους. Δέκα χρόνια μετά το τέλος του Τρωικού πολέμου, ο Οδυσσεύς εξακολουθεί… …   Dictionary of Greek

  • έκφρων — ον (AM ἔκφρων, ον) 1. έξω φρενών, εκτός εαυτού, παράφρων, έξαλλος 2. μωρός, ανόητος, ηλίθιος 3. (για ποιητές ή βακχίδες) αυτός που βρίσκεται σε κατάσταση έξαλλου ενθουσιασμού ή εμπνεύσεως («ἔκφρων καὶ ὁ νοῡς μηκέτι ἐν αὐτῷ ἐνῇ», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

  • αλαλαγή — η (Α ἀλαλαγὴ) [ἀλαλάζω] δυνατή κραυγή χαράς ή ενθουσιασμού. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλαλἀζω. ΠΑΡ. μσν. ἀλαλάϊ] …   Dictionary of Greek

  • βακχεία — Στην αρχαιότητα, γιορτές προς τιμήν του Βάκχου, οι οποίες από τη Μεγάλη Ελλάδα πέρασαν στη Ρώμη με την ονομασία Bacchanal (από το όνομα του Βάκχου = Bacchus), η οποία στα ελληνικά έχει αποδοθεί Μπακανάλια ή Βακ(χ)ανάλια και έτσι έχει επικρατήσει …   Dictionary of Greek

  • δέντρο — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • δεντρό — Κάθε φυτό με κορμό αποξυλωμένο από τη βάση και βλαστούς που αναπτύσσονται με ανοδική κατεύθυνση· το ύψος του ποικίλλει, αλλά δεν είναι μικρότερο από 2 μ. Οι ευκάλυπτοι και οι σεκόγιες, με ύψος που φτάνει πολλές φορές τα 140 150 μ. και περίμετρο… …   Dictionary of Greek

  • διαφωτισμός — Ιδεολογικό και πολιτιστικό κίνημα του 18ου αι., που επεκτάθηκε σχεδόν σε όλους του κύκλους των πνευματικών ανθρώπων της Ευρώπης, αλλά είχε τα κέντρα ακτινοβολίας του και τους σημαντικότερους εκπροσώπους του αρχικά στην Αγγλία και αργότερα κυρίως… …   Dictionary of Greek

  • ενθουσίασις — ἐνθουσίασις, η (Α) [ενθουσιάζω] η κατάσταση τού ενθουσιασμού («αὕτη πασῶν τῶν ἐνθουσιάσεων ἀρίστη», Πλάτ.) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”